κηροθι

κηροθι
    κηρόθι
    κηρό-θῐ
    adv. только в выраж.
    

κ. μᾶλλον — всем сердцем, от всего сердца, до глубины души Hom., Hes.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κηροθι" в других словарях:

  • κηρόθι — (Α) επίρρ. εγκαρδίως, μες στην καρδιά, κατάβαθα («εἰ δέ τοι Ἀτρεΐδης μὲν ἀπήχθετο κηρόθι μᾱλλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. θι*, δηλωτική τού τόπου] …   Dictionary of Greek

  • κηρόθι — with all the heart indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόθεν — (Α) επίρρ. κηρόθι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. θεν*, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μάλλον — (AM μᾱλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον) επίρρ. 1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.) 2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»